ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940 ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΡΩΤΟ
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ
Ξημερωνοντας τ' Αγιαννιου, με την αυριο των φωτων, λαβαμε τη διαταγη να κινησουμε
παλι μπροστα, για τα μερη οπου δεν εχει καθημερινες και σκολες. Επρεπε, λεει, να
πιασουμε τις γραμμες που κρατουσανε ως τοτε οι Αρτινοι, απο Χειμαρρα ως Τεπελενι.
Λογω που εκεινοι πολεμουσανε απ' την πρωτη μερα, συνεχεια, και ειχαν μεινει σκεδον
οι μισοι και δεν αντεχανε αλλο.
Δωδεκα μερες κιολας ειχαμε μεις πιο πισω, στα χωρια. Κι απανω που συνηθιζε τ' αυτι
μας παλι στα γλυκα τριξιματα της γης, και δειλα συλλαβιζαμε το γαβγισμα του σκυλου
ή τον αχο της μακρινης καμπανας, να που ηταν αναγκη, λεει, να γυρισουμε στο μονο
αχολόι που ξεραμε: στο αργο και στο βαρυ των κανονιων, στο ξερο και στο γρηγορο των
πολυβολων.
Νυχτα πανω στη νυχτα βαδιζαμε ασταματητα, ενας πισω απ' τον αλλο, ιδια τυφλοι. Με
κοπο ξεκολλωντας το ποδαρι απο τη λασπη, οπου, φορες, εκατοβουλιαζε ισαμε το γονατο.
Επειδη το πιο συχνα ψιχαλιζε στους δρομους εξω, καθως μες στην ψυχη μας. Και τις λιγες
φορες οπου καναμε σταση να ξεκουραστουμε, μητε που αλλαζαμε κουβεντα, μοναχοι
σοβαροι κι αμιλητοι, φεγγοντας μ' ενα μικρο δαδι, μια-μια εμοιραζομασταν τη σταφιδα.
Η φορες παλι, αν ηταν βολετο, λυναμε βιαστικα τα ρουχα και ξυνομασταν με λυσσα ωρες
πολλες, οσο να τρεξουν τα αιματα. Τι μας ειχε ανεβει η ψειρα ως το λαιμο, κι ηταν αυτο πιο
κι απ' την κουραση ανυποφερτο. Τελος, καποτε, ακουγοτανε στα σκοτεινα η σφυριχτρα,
σημαδι οτι κινουσαμε, και παλι σαν τα ζα τραβουσαμε μπροστα να κερδισουμε δρομο, πριχου
ξημερωσει και μας βαλουνε στοχο τ' αεροπλανα. Επειδη ο Θεος δεν κατεχε απο στοχους ή
τετοια, κι οπως το 'χε συνηθιο του, στην ιδια παντοτε ωρα ξημερωνε το φως.
Τοτες, χωμενοι μες στις ρεματιες, γερναμε το κεφαλι απο το μερος το βαρυ, οπου δε βγαινουνε
ονειρα. Και τα πουλια μάς θυμωναν, που δε διναμε ταχα σημασια στα λογια τους - ισως και
που ασκημιζαμε χωρις αιτια την πλαση. Αλλης λογης εμεις χωριατες, μ' αλλω λογιω ξιναρια
και σιδερικα στα χερια μας, που ξορκισμενα να 'ναι.
Δωδεκα μερες κιολας, ειχαμε μεις πιο πισω στα χωρια κοιταξει σε καθρεφτη, ωρες πολλες, το
γυρο του προσωπου μας. Κι απανω που συνηθιζε ξανα το ματι τα γνωριμα παλια σημαδια,
και δειλα συλλαβιζαμε το χείλο το γυμνο ή το χορτατο απο τον υπνο μαγουλο, να που τη δευτερη
τη νυχτα σαμπως παλι αλλαζαμε, την τριτη ακομη πιο πολυ, την υστερη, την τεταρτη, πια φανερο,
δεν ειμασταν οι ιδιοι. Μονε σα να πηγαιναμε μπουλουκι ανακατο, θαρρουσες, απ' ολες τις γενιες
και τις χρονιες, αλλοι των τωρινων καιρων κι αλλοι πολλα παλιων, πού 'χαν λευκανει απ' τα
περισσια γενια. Καπεταναιοι αγελαστοι με το κεφαλοπανι, και παπαδες θερια, λοχιες του 97
ή του 12, μπαλτατζηδες βλοσυροι πανου απ' τον ωμο σειώντας το πελεκι, απελάτες και
σκουταροφοροι με το αιμα επανω τους ακομη Βουργαρων και Τουρκών. Ολοι μαζι, διχως μιλια,
χρονους αμετρητους αγκομαχωντας πλάι-πλάι, διαβαιναμε τις ραχες, τα φαραγγια, διχως να
λογαριαζουμε αλλο τιποτε. Γιατι καθως οταν βαρουν απανωτες αναποδιες τους ιδιους τους
ανθρωπους παντα, συνηθαν στο Κακο, τελος του αλλαζουν ονομα, το λεν Γραμμενο ή Μοιρα
- ετσι κι εμεις επροχωρουσαμε ισια πανου σ' αυτο που λεγαμε Καταρα, οπως θα λεγαμε
Ανταρα ή Συννεφο. Με κοπο ξεκολλωντας το ποδαρι απο τη λασπη οπου πολλες φορες
εκατοβουλιαζε ισαμε το γονατο. Επειδη το πιο συχνα, ψιχαλιζε στους δρομους εξω καθως μες
στην ψυχη μας.
Κι οτι ημασταν σιμα πολυ στα μερη οπου δεν εχει καθημερινες και σκολες, μητε αρρωστους και γερούς,
μητε φτωχους και πλουσιους, το καταλαβαιναμε. Γιατι κι ο βροντος περα, κατι σαν πισω απ' τα βουνα,
δυναμωνε ολοενα, τοσο που καθαρα στο τελος να διαβαζουμε το αργο και το βαρυ των κανονιων, το ξερο
και το γρηγορο των πολυβολων. Υστερα και γιατι ολοενα πιο συχνα, τυχαινε τωρα ν' απαντουμε, απ' τ'
αλλο μερος vα 'ρχονται, οι αργες οι συνοδειες με τους λαβωμενους. Οπου απιθωνανε χαμου τα φορεια οι
νοσοκομοι, με τον κοκκινο σταυρο στο περιβραχιωνιο, φτυνοντας μεσα στις παλαμες, και το ματι τους αγριο
για τσιγαρο. Κι οπου σαν ακουγανε για που τραβουσαμε, κουνουσαν το κεφαλι, αρχινωντας ιστοριες για
σημεια και τερατα. Ομως εμεις το μονο που προσεχαμε ηταν εκεινες οι φωνες μεσα στα σκοτεινα, που
ανεβαιναν, καυτες ακομη απο την πισσα του βυθου ή το θειαφι. "Όι, όι μανα μου", "όι, όι μανα μου", και
καποτε, πιο σπανια, ενα πνιχτο μουσουνισμα, ιδιο ροχαλητο, που 'λεγαν, οσοι ξερανε, ειναι αυτος ο
ρογχος του θανατου.
Ηταν φορες που εσερνανε μαζι τους κι αιχμαλωτους, μολις πιασμενους λιγες ωρες πριν, στα ξαφνικα
γιουρουσια που κάναν τα περιπολα. Βρωμουσανε κρασι τα χνωτα τους, κι οι τσεπες γιοματες κονσερβα
ή σοκολατες. Ομως εμεις δεν ειχαμε, οτι κομμενα τα γιοφυρια πισω μας, και τα λιγα μουλαρια
μας κι εκεινα ανημπορα μεσα στο χιονι και στη γλιστραδα της λασπουριας.
Τελος καποια φορα, φανηκανε μακρια οι καπνοι που ανεβαιναν
μεριες-μεριες, κι οι πρωτες στον οριζοντα κοκκινες, λαμπερες φωτοβολιδες.
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΟΙ ΗΜΙΟΝΗΓΟΙ
Τις ημερες εκεινες εφτασαν επιτελους υστερα απο τρεις σωστες εβδομαδες
οι πρωτοι στα μερη μας ημιονηγοι. Και ελεγαν πολλα για τις πολιτειες που
διαβηκαν, Δέλβινο, Αγιοι Σαραντα, Κορυτσα. Και ξεφορτωναν τη ρεγγα και
το χαλβα κοιταζοντας να ξετελεψουν μια ωρα αρχυτερα και να φυγουνε.
Οτι δεν ηταν συνηθισμενοι και τους ετρομαζε το βροντισμα στα βουνα και
το μαυρο γενι στη φαγωμενη την οψη μας.
Και συνεβηκε τοτες ενας απ' αυτους να 'χει μαζι του κατι παλιες
εφημεριδες. Και διαβαζαμε ολοι απορημενοι, μ' ολο που το 'χαμε κιολας
ακουστα, πως επανηγυριζαν στην πρωτευουσα και πως ο κοσμος εσηκωνε,
λεει, ψηλα στα χερια τους φανταρους που γυριζανε με αδειες απο τα γραφεια
της Πρεβεζας και της Αρτας. Και σημαινανε ολη μερα οι καμπανες, και το
βραδυ στα θεατρα λεγανε τραγουδια και παριστανανε στη σκηνη τη ζωη μας
για να χειροκροτα ο κοσμακης.
Βαρεια σιωπη επεσε αναμεσο μας, επειδη κι η ψυχη μας ειχε μηνες
τωρα μεσα στις ερημιες αγριεψει, και, χωρις να το λεμε, πολυ λογαριαζαμε
τα χρονια μας. Μαλιστα μια στιγμη δακρυσε ο λοχιας ο Ζωης κι εκανε περα
τα χαρτια με τις ειδησεις του κοσμου, ανοιγοντας τα πεντε δαχτυλα καταπανω
τους. Και οι αλλοι εμεις δε λεγαμε τιποτε, μοναχα με τα ματια του δειχναμε
κατι σαν ευγνωμοσυνη.
Τοτε ο Λευτερης, που τυλιγε παρεκει τσιγαρο, καρτερικα, σα να 'χε
παρει απανω του την ανημπορια ολακερης της Οικουμενης, γυρισε και "Λοχια"
ειπε "τι βαρυγκομας; Αυτοι που 'ναι ταγμενοι για τη ρεγγα και το χαλβα, σ' αυτα
παντοτε θα ξαναγυριζουν. Και οι αλλοι στα δεφτερια τους που δεν εχουνε τελειωμο,
και οι αλλοι στα κρεβατια τους τα μαλακα που τα στρωνουν μα δεν τα οριζουν.
Αλλα κατεχε οτι μοναχα εκεινος που παλευει το σκοταδι μεσα του θα 'χει μεθαυριο
μερτικο δικο του στον ηλιο". Και ο Ζωης : "Τι λοιπον, θαρρεις οτι δεν εχω κι εγω
γυναικα και χωραφια και βασανα της καρδιας που καθομαι και φυλαω δωνα στις
εξοριες;" Του αποκριθηκε ο Λευτερης: "Αυτα που δεν αγαπα κανεις, αυτα λοχια
μου, να φοβαται, τι τα 'χει απο τα πριν χαμενα κι ας τα σφιγγει οσο θελει απανω
του. Αλλά τα πραματα της καρδιας τροπος δεν ειναι να χαθουν, εννοια σου, και
γι ' αυτα οι εξοριες δουλευουν. Αργα-γρηγορα κεινοι που ειναι ναν τα βρουν, θα
τα βρουν". Παλι ρωτησε ο λοχιας Ζωης: "Και ποιος λες ταχα του λογου σου οτι θαν
τα βρει;" Τοτε ο Λευτερης, αργα, δειχνοντας με το δαχτυλο: "Εσυ κι εγω κι οτι αλλο
δειξει, αδερφε μου, η ωρα τουτη που μας ακουει".
Και ευθυς ακουστηκε στον αερα η σκοτεινη σφυριγματια της οβιδας που
εφτανε. Και πεσαμε ολοι καταγης μπρουμυτα, πανω στις σκαρπες, οτι γνωριζαμε
αποξω τα σημαδια του Αορατου, και με τ' αυτι μας οριζαμε απο πριν το μερος οπου
θα 'σμιγε η φωτια το χωμα ν' ανοιξει και να χυθει. Και δεν επειραξε η φωτια κανεναν.
Κατι μουλαρια μοναχα σηκωθηκαν στα πισινα τους ποδαρια και αλλα ταραχτηκαν
και σκορπισαν. Και μεσα στην καπνα που κατακαθιζε θωρουσες να τρεχουνε πισω
τους χειρονομωντας οι ανθρωποι που τα 'χανε φερει με κοπους ισαμε κει. Και τα
προσωπα τους χλωμα, και ξεφορτωναν τη ρεγγα και το χαλβα κοιταζοντας να
ξετελεψουν μια ωρα αρχυτερα και να φυγουνε, οτι δεν ηταν μαθημενοι και τους
ετρομαζε το βροντισμα στα βουνα και το μαυρο γενι στη φαγωμενη την οψη μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου